Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η ατομική ενέργεια

  • 1 ενέργεια

    η
    1) действие; усилие; деятельность;

    ο τρόπος ενέργειας — образ действия;

    όλες μου οι ενέργειες έμειναν άκαρπες — все мой усилия оказались бесплодными;

    2) поступок, акт;

    απεγνωσμένη (τολμηρή) ενέργ — отчаянный (смелый) поступок;

    3) физ. энергия, сила;

    ατομική ενέργεια — атомная энергия;

    4) воен. нахождение на (действительной) службе (тж. о чиновниках);
    5) грам, действие;

    § εν ενέργεία — а) в действии; — б) на (действительной) службе;

    ηφαίστειο εν ενέργεία — действующий вулкан;

    προς ενέργειαν — к исполнению;

    θέτω ( — или βάζω) κάτι οέ ενέργ — пускать в ход; — вводить в действие, в строй; — давать ход чему-л.;

    βάζω σε ενέργεια όλα τα μέσα — пустить в ход все средства

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενέργεια

  • 2 атомный

    атомный ατομικός \атомныйая энергия η ατομική ενέργεια
    * * *

    а́томная эне́ргия — η ατομική ενέργεια

    Русско-греческий словарь > атомный

  • 3 атомный

    επ.
    ατομικός!•

    атомный вес το ατομικό βάρος•

    -ое ядро ο πυρήνας του ατόμου•

    -ая бомба ατομική βόμβα•

    -ая энергия ατομική ενέργεια•

    -ая электростанция ατομικός ηλεκτροσταθμός•

    атомный ледокол ατομικό παγοθραυστικό•

    -ое оружие ατομικό όπλο•

    атомный реактор ατομικός αντιδραστήρας.

    Большой русско-греческий словарь > атомный

  • 4 эиергия

    эиерги||я
    ж в разн. знач. ἡ ἐνέργεια:
    атомная \эиергия ἡ ἀτομική ἐνέργεια· взяться с \эиергияей за что́-л. καταπιάνομαι δραστήρια.

    Русско-новогреческий словарь > эиергия

  • 5 энергия

    θ.
    1. ενέργεια (μορφή της ύλης)•

    электрическая энергия ηλεκτρενέργεια•

    атомная энергия ατομική ενέργεια.

    2. δραστηρ ιότητα.• ζωτικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > энергия

  • 6 atomic energy

    (very great energy obtained by breaking up the atoms of some substances.) ατομική ενέργεια

    English-Greek dictionary > atomic energy

  • 7 atomic power

    (power (for making electricity etc) obtained from atomic energy.) ατομική ενέργεια

    English-Greek dictionary > atomic power

  • 8 атомник

    α.
    ατομικός, ειδικός στην ατομική ενέργεια. || οπαδός της χρήσης της ατομικής βόμβας.

    Большой русско-греческий словарь > атомник

  • 9 пользоваться

    -зуюсь, -зуешься
    ρ.δ.
    1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση•

    пользоваться научным методом χρησιμοποιώ επιστημονική μέθοδο•

    пользоваться инструментом χρησιμοποιώ το εργαλείο•

    пользоваться атомной энергией в мирных целях χρησιμοποιώ την ατομική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς.

    2. επωφελούμαι•

    пользоваться всяким удобным случаем επωφελούμαι κάθε κατάλληλης ευκαιρίας.

    3. απολαύω, απολαμβάνω, χαίρω, έχω-- авторитетом έχω κύρος•

    пользоваться свободой έχω ελευθερία•

    пользоваться хорощей репутацией χαίρω καλής φήμης•

    пользоваться правами χαίρω δικαιωμάτων•

    пользоваться популярностью είμαι δημοφιλής.

    4. παλ. θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пользоваться

  • 10 ατομικός

    η, ό[ν]
    1) личный, индивидуальный; персональный; частный;

    ατομικά είδη (δπλα) — личное имущество (оружие);

    ατομική ΧΡήση — личное потребление;

    ατομική καθαριότητα — личная гигиена;

    ατομική ιδιοκτησία — частная собственность;

    ατομική υπόθεση — частное дело;

    ατομικές ελευθερίες — гражданские свободы;

    ατομικά δικαιώματα (συμφέροντα) — личные права (интересы);

    ατομική ψυχολογία — психология человека;

    ατομικό βιβλιάριο — воен, солдатская книжка;

    ατομικός επίδεσμος — индивидуальный пакет;

    2) атомный;

    ατομικό βάρος — атомный вес;

    ατομική στήλη — или ατομικός αντιδραστήρας — атомный реактор;

    ατομική θεωρία (ενέργεια) — атомная теория (энергия);

    ατομική βόμβα — атомная бомба;

    ατομική έκρηξη — атомный взрыв;

    ατομικό όπλο — атомное оружие;

    ατομικό υποβρύχιο — атомная подводная лодка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ατομικός

  • 11 атомный

    атом||ный
    прил ἀτομικός, τών ἀτόμων:
    \атомныйный вес τό ἀτομικό[ν] βάρος; \атомныйное ядро́ ὁ ἀτομικός πυρήν \атомныйная теория (энергия) ἡ ἀτομική θεωρία (ενέργεια); \атомныйный реактор ὁ ἀτομικός ἀντιδραστήρ;\атомныйное ору́жие τό ἀτομικό ὀπλο; \атомныйная бо́мба ἡ ἀτομική βόμβα; \атомныйный взрыв ἡ ἀτομική ἔκρηξη; \атомныйный ледокол τό ἀτομικό παγοθραυστικό.

    Русско-новогреческий словарь > атомный

См. также в других словарях:

  • ατομική ενέργεια — Βλ. λ. ενέργεια (πυρηνική ενέργεια) …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Κοινότητα για την Ατομική Ενέργεια — (Ευρατόμ). Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • ατομική στήλη — Συσκευή κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση της ενέργειας που εκλύεται από τη σχάση βαρέων στοιχείων. Αυτό γίνεται με την κατάλληλη επιβράδυνση της εξέλιξης της αντίδρασης (βλ. λ. πυρήνας ατομικός). Γενικότερα αυτές οι συσκευές λέγονται πυρηνικοί… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • ατομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άτομο, προσωπικός: Το σύνταγμα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άτομα της ύλης: «ατομική θεωρία», η θεωρία του Δημόκριτου σύμφωνα με την οποία η ύλη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»